- ὁμιλητική
- ὁμιλητικόςaffablefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμιλητικῇ — ὁμιλητικός affable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… … Dictionary of Greek
Homiletik — Unter Homiletik (gr. ὁμιλητική τέχνη = die Kunst des Umgangs) wird in der Theologie die Predigtlehre verstanden. Inhaltsverzeichnis 1 Gliederung der Homiletik 2 Inhalt der Predigt 3 Form der Predigt 4 … Deutsch Wikipedia
Predigtlehre — Unter Homiletik (gr. όμιλητική τέχνη = die Kunst des Umgangs) wird in der Theologie die Predigtlehre verstanden. Nach der klassischen Unterscheidung von Alexander Schweizer (1808–1888) wird in der Homiletik die Frage nach dem Wesen (prinzipielle… … Deutsch Wikipedia
Гомилетика — (омилетика; др. греч. ὁμιλητική, омилэтикэ искусство беседы) церковно богословская наука, излагающая правила церковного красноречия или проповедничества. Содержание 1 Происхождение слова … Википедия
ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)